κλαδευτήρα

κλαδευτήρα
η , κλαδευτήρι[ον] τό садовый нож; садовые ножницы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κλαδευτήρα" в других словарях:

  • κλαδευτήρα — η μεγεθυντικό του κλαδευτήρι, μεγάλο κλαδευτήρι: Κλάδεψε όλα τα δέντρα με την κλαδευτήρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλαδευτήρα — η 1. μεγάλο κλαδευτήρι 2. ονομασία τής ουράς τού αστερισμού τής Μεγάλης Άρκτου 3. ζωολ. το πετροχελίδονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδευτήρι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κουτάλ α, κεφάλ α)] …   Dictionary of Greek

  • κλαδευτήρας — ο η κλαδευτήρα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»